ερωμανια

ερωμανια
    ἐρωμανία
    ἐρωμᾰνία
    ἥ безумная (безрассудная) любовь Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ερωμανια" в других словарях:

  • ἐρωμανία — ἐρωμανίᾱ , ἐρωμανία mad love fem nom/voc/acc dual ἐρωμανίᾱ , ἐρωμανία mad love fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωμανία — η (AM ἐρωμανία) [ερωμανής] η ερωτομανία …   Dictionary of Greek

  • ἐρωμανίαν — ἐρωμανίᾱν , ἐρωμανία mad love fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωμανίην — ἐρωμανία mad love fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωμανίης — ἐρωμανία mad love fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωμανίῃ — ἐρωμανία mad love fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρωμανίῃσιν — ἐρωμανία mad love fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτομανία — και ερωμανία, η (AM ἐρωτομανία και ἐρωμανία) [ερωτομανής] μανία ερωτική, σφοδρός έρωτας νεοελλ. παραληρητική κατάσταση κατά την οποία το άτομο που πάσχει κατέχεται από ακατανίκητο, συνήθως πλατωνικό, έρωτα προς απρόσιτο άτομο τού άλλου φύλου ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»